επινόημα

επινόημα
[эпиноима] ουσ ο изобретение, выдумка.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επινόημα" в других словарях:

  • ἐπινόημα — thought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινόημα — το (AM ἐπινόημα) [επινοώ] επινόηση, τέχνασμα, εφεύρημα αρχ. αντίληψη, κατανόηση …   Dictionary of Greek

  • επινόημα — το, ατος ό,τι επινοεί κανείς, εφεύρημα, τέχνασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοημάτων — ἐπινόημα thought neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήμασι — ἐπινόημα thought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήμασιν — ἐπινόημα thought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήματα — ἐπινόημα thought neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήματι — ἐπινόημα thought neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοήματος — ἐπινόημα thought neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτόνημα — το (Α ἀρχιτεκτόνημα) [αρχιτεκτονώ] 1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα 2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»